Αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο

Του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού π’ ώρες ψηλά και ώρες στα βάθη πηαίνου

Με του καιρού τ’ αλλάματα που αναπαημό δεν έχου,
μα στο καλό και εις το κακό περιπατούν και τρέχου

Και των αρμάτω οι ταραχές, οχθρίτες και τα βάρη,
του έρωτα οι μπορεσές και τση φιλιάς η χάρη

Με τούτα εκινήσασι τη σήμερον ημέρα,
να αναθιβάλω και να πω τα κάμα και τα φέρα,

Ρήγας μεγάλος όριζε την άξα χώρα εκείνη
μ’ άλλες πολλές και εις αντριγειές εξακουστός εγίνη

Μια θυγατέρα ηκάμασι που ‘φεξε το παλάτι
την ώρα εκείνη π’ η μαμμή στα χέρια την εκράτη

Και το όνομα της το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα
οι ομορφιές της ήσαν πολλές και τα καλά της πλούσα

Kαι τ’ όνομά του νιούτσικου Pωτόκριτο το λέγαν,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα•

Κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανός και τ’ ʼστρη εγεννήσαν,
μ’ όλες τον εμοιράνανε, μ’ όλες τον εστολίσαν.

Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ’ άνθρωπο αναπεύγει,
και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,

Ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ’ εσιγανοπορπάτει,
κ’ εκτύπαν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι

Ο ρήγας μια απού τσι πολλές ηθέλησε να μάθει
ποιος είναι αυτός που τραγουδεί της ερωθιάς τα πάθη

Και κράζει μιαν αργαντινή δέκα ‘πού την αυλή ντου
απού πλερώνονταν καλά να βλέπουν το κορμί ντου

Λέει τος πιάστε τ’ άρματα χωστά και μη μιλείτε
κι αμέτε σε παράχωστο τόπο και φυλαχτείτε

Κα ως έρθει αυτός που τραγουδεί και παίζει το λαγούτο
γρήγορα φέρετέ τονε εις το παλάτι ετούτο

Κινού και πάσι τω ζημιώ κι οι δέκα αρματωμένοι
καθένας τον τραγουδιστή έστεκε κι ανιμένει

Κι αρχίζει πάλι το σκοπό το γλυκοζαχαρένιο
και χτύπα το λαγούτο ντου ως το ‘χε μαθημένο

Η γλώσσα ντου παρά ποτές εγίνηκεν αηδόνι
η το μεσάνυχτο περνά το φως τσ’ αυγής σιμώνει

Και τότες απ’ το χάλασμα βγαίνουν οι αντρειωμένοι
κι ως τσ’ είδεν ο Ρωτόκριτος σκολάσει και σωπαίνει

Και το λαγούτο σκόρπισε εις εκατό κομμάθια
να μην τονε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάθια

Πολλά πεθύμα η Άρετη η μέρα να βραδιάσει
και να ρθει η νύκτα να τσι βρει, το γαμο να συμβαση

Έτσι και του Ρωτόκριτου πληθαίνει η πεθυμιά ντου
να τση μιλήσει, να τση πεί για τα ξορίσματα του

Εβράδιασεν, ενύχτιασε, λιγοψυχά η καρδιά ντως
στο παραθύρι να βρεθούν να πούν τα βασανά ντως

Έφτασε το μεσάνυκτο, η ώρα που ανιμέναν
στον τόπο ευρεθίκασι που πάσα νύχτα πηαίναν

Ηκουσες Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;
ο Κύρης σου μ? εξόρισε σ? τση ξενιτιάς τη στράτα.

Τέσσερεις μέρες μοναχά μου ?δωκε ν? ανιμένω,
κι αποκείς να ξενιτευτώ, πολλά μακριά να πηαίνω.

Και πώς να σ? αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω
και πώς να ζήσω δίχως σου τον ξωρισμόν εκείνο;

Εσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Κερά μου,
στα ξένα πως μ? εθάψασι, κι εκεί ?ν? τα κόκκαλά μου.

Κατέχω το κι ο Κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύγει.

Κι ουδέ μπορείς ν? αντισταθείς στα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσσει η όρεξή σου.

Μια χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:

Την ώρα π? αρραβωνιαστείς, να βαριαναστενάξεις
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις.

Ν? αναδακρυώσεις και να πεις: ?Ρωτόκριτε καημένε,
τα σου ?ταξα λησμόνησα, τα ?θελες πλιο δεν έναι?.

Και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τα ?παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.

Και πιάσε και τη ζωγραφιά που ?ναι στ? αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια που ?λεγα οπού πολύ σ? αρέσα.

Και διάβαζέ τα, θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα,
πως μ? εξορίσανε για σε πολλά μακριά στα ξένα.

Κι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε
και τα τραγούδια που ?βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε.

Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, κι ότι καιρόν που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να ?η δω, ?ουδέ ν? αναντρανίσω.

Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ? είδα ποτέ ?ου,
ένα κερί-ν αφτού?ενον εκράτουν, κ? ήσβησέ ?ου.

Kάλλιά?χω εσέ ?ε Θάνατον, παρ? άλλη ?ε ζωή ?ου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσ?ον το κορ?ί ?ου.

Ως μπήκεν ο Ρετόκριτος στη φυλακή κι αρχίζει
να τση μιλεί και σπλαχνικά να την αναντρανίζει.

Λέγει τση: “Το με ‘ρώτηξες θα σου το πω και γροίκα
πού το ‘βρηκα το χάρισμα στη φυλακή σ’ αφήκα.

Είναι δυο μήνες σήμερο που ‘λαχα κάποια δάση,
εις τη μεριά της Έγριπος κι εβγήκαν να με φάσι

Άγρια θεριά ν- εμάλωσα κι εσκότωσα απ’ εκείνα
κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πια απομείναν.

Με κίνδυνο εγλύτωσα οσώραν επολέμου
να γλυτωθώ απο λόγου τους δεν το’ λπιζα ποτέ μου

Μα εβούθηξε το ριζικό τ’αστρί με λυπηθήκα(ν)
και σκότωσα και ζύγωσα και αλάβωτο μ’αφήκαν

Δίψα μεγάλη γροίκησα στο πόλεμον εκείνο
γυρεύοντας να βρω δροσιά εσώθε σ’ ένα πρίνο

Και παρεμπρός εφάνη μου κουτσουναράκι χτύπα,
σιμώνω βρίσκω το νερό εις του χαρακιού την τρύπα.

Ήπια το κι εδροσίστηκα και πέρασέ μου η δίψα,
μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότε δε μου λείψαν.

Έκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι
όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσματ’ αρρωστάρη.

Και βιαστικά σηκώνομαι, το ζάλο μου σπουδάζει
να δω ποιος είναι που πονεί και βαριαναστενάζει

Και μπαίνω μέσα στα δεντρά που ‘ταν κοντά ειςτη βρύση,
δια να δω και για να βρω το νέο αυτό όπου μύσσει.

Βρίσκω ένα νιον ωραιόπλουμο που ‘λαμπε σαν τον ήλιο
κι εκείτουντο ολομάτωτος μπροστά εις ένα σπήλιο.

Σγουρά ξανθά ‘χε τα μαλλιά και τα σοθέματά του
παρ’ όλο οπού ‘τα σα νεκρός, ήδειχνεγιε η μορφιά του.

Και δυο θεριά στο πλάι του ήτανε σκοτωμένα
και το σπαθί και τ’ άρματα όλα ησαν ματωμένα.

Σιμώνω χαιρετώ τονε, λέω του: “Αδέλφι γεια σου.
Ίντα ‘χεις κι απονέκρωσες, πούντη λαβωματιά σου;”

Τα μάτια του ‘χε σφαλιχτά, τότε τ’ αναντρανίζει
κι εθώρειε δίχως να μιλεί και στο λαιμό του αγγίζει.

Με το δακτύλι δυο φορές μου δείχνει να νοήσω
που ειχε την λαβωματιά να τον εβοηθήσω

Το στήθος του ξαρμάτωσα και μια πληγή του βρίσκω
δαμάκιν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.

Ολίγο του από βοτσί τον είχε δαγκαμέν
φαίνεται να χε το θεριό δόντι φαρμακεμένο

Και πήρεν του τη δύναμη και την πνοήν του εχάσε
και το φαρμάκι πέρασε και μέσα τον επιάσε.

Κι αγάλι αγάλια ‘χάνετο σαν το κερί όντε σβήνει,
έκλαψα κι ελυπήθηκα πολύ την ώρα εκείνη.

Σαν αδελφό μου καρδιακό τον έκλαιγα κι επόνου,
μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα άνθρωπο δε γλυτώνου.

Εψυχομάχε κι έλεγε να στέκω μη μισέψω,
εθάρρειε πως τέτοια πληγή μπορούσα να γιατρέψω.

Δείχνει μου το δαχτύλι ν του που χε το δαχτυλίδι
και γνώρισα σα χάρισμα σαν φίλος μου το δίνει.

Τότε μια σιγανή φωνή μόνο τ’ αυτιά μου ακούσα(ν)
και είπανε τα χείλη του: “Σε ‘χασα Αρετούσα”.

Ετούτα είπε μοναχά και τέλειωσ’ η ζωή του
και με πρικύ αναστεναγμό εβγήκε η ψυχή του.

Τουτα τα χέρια που θωρείς λάκκο σιμιό του σκάψα(ν)
και τούτα τον εσήκωσαν και τουτα τον εθάψαν

Ως τ’άκουσεν η Αρετή ώρα λιγάκι εστάθη
αμίλητη και ο πόνος της την έκαμε και εχάθη

Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει
κι ήκατσεν ο Ρωτόκριτος εις το θρονί κι ορίζει.

Αγαπημένο αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη
μηδ’ τέτοιο καλορίζικο, χαιρόμενο στεφάνι.

Εκάμασι παιδόγγονα κι όλα εγενήκαν πλούσα
και μάνα και κερά λαλά εγίνη η Αρετούσα.

Για τούτο οπού ‘ναι φρόνιμος, δεν χάνεται στα πάθη,
το ρόδο κι ο όμορφος ανθός γεννιέται μες στ’ αγκάθι.

Βιτσέντζος είν’ ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος,
που να βρεθεί ακριμάτιστος όντε τον πάρει ο Χάρος.

Στην Στείαν εγεννήθηκε, στην Στείαν ενεθράφη,
εκεί ‘καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.

Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγ’ η φύση,
το τέλος του έχει να γενεί όπου ο Θεός ορίσει.