Το πρότυπο του

Από το 19ο αιώνα ως το 1935 αρκετοί είχαν προσπαθήσει, όμως όχι συστηματικά, να ανακαλύψουν ποιο κείμενο είχε υπόψη του ο Κορνάρος γράφοντας το οιήμα του, κανείς τους όμως δεν είχε μπορέσει να εντοπίσει. Κατά την περίοδο αυτή προτάθηκαν ως άμεσες ή έμμεσες πηγές του Ερωτόκριτου, εκτός από ορισμένα αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα, και άλλα νεότερα ,κυρίως δυτικά όπως λ.χ. το Ισπανικό έπος Cid, τα Reali di Francia, γνωστή πεζή Ιταλική διασκεύη γαλλικών «chansons de geste», ο Orlando Innamorato του Βoiardo και κυρίως, το μεγάλο αφηγηματικό ποιήμα της Ιταλικής Αναγέννησης , Orlando Furioso του Ariosto.

To 1935 o N. Cartojan , καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου, επισήμανε και κατέστησε ευρύτερα γνωστό για πρώτη φορά ότι το πραγματικό, αν και απώτερο, πρότυπο του Ερωτόκριτου είναι η γαλλική μεσαιωνική μυθιστορία Raris et Vienne. Ωστόσο, εβδομήντα περίπου χρόνια πριν από τον Cartojan, στα μέσα του περασμένου αιώνα, το ίδιο πρότυπο είχε υποδειχθεί από έναν λογιότατο Ηπειρώτη, τον Χριστοφορο Φιλητά, πληροφορία που παρέμεινε άγνωστη ως το1953. Ο Cartojan έχοντας υπόψη του το κείμενο της γαλλικής αυτής μυθιστορίας κατά τη μόνη ως τότε (και ως σήμερα) κριτική του έκδοση από τον Γερμανό ρομαντιστή R. Kaltenbacher, την αρχική μορφή της μυθιστορίας με βάση τα χειρόγραφα της λεγόμενης πρώτης ομάδας του έργου, πιθανολογεί ότι ο Κορνάρος γνώρισε τη γαλλική μυθιστορία Paris et Vienne όχι από το γαλλικό κείμενο αλλά μέσω κάποιας Ιταλικής διασκευής/ μετάφρασής του.

Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα όπως τους φαντάστηκε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ

Από τότε, και ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μολονότι ο Cartojan είχε από την αρχή στρέψει την έρευνα προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν έγινε καμιά ουσιαστική προσπάθεια για συστηματική αντιμετώπιση του προβλήματος του πραγματικού προτύπου του Ερωτόκριτου το οποίο εξακολούθησε να παραμένει desideratum της φιλολογίας μας. Κανείς όλο αυτό το διάστημα δεν εξέτασε λεπτομερειακά και σε όλη του την έκταση το κείμενο του Ερωτόκριτου σε αντιπαραβολή με τις Ιταλικές διασκευές (έντυπες και χειρόγραφες) της γαλλικής μυθιστορίας και τη λατινική του jean de pins (Ioannes Pinus). Τα τελευταία ιδίως χρόνια υποστηρίχθηκε η άποψη ότι το βασικό κείμενο που είχε υπόψη του ο Κορνάρος γράφοντας τον Ερωτόκριτο είναι το έργο τουAngelo Albani Innamoramento di due fidellisimi amanti Paris e Vienna, που αποτελεί έμμετρη ανάπτυξη της Γαλλικής αυτής μεσαιωνικής μυθιστορίας.

Το έργο του albani πρωτοτυπώθηκε το 1626 στη Ρώμη, και αν πράγματι χρησίμευσε ως πρότυπο του Ερωτόκριτου, τότε η ταύτιση του ποιητή του Βιτσέντζου Κορνάρου με τον Βιτσέντζο Κορνάρο του Ιακώβου, που είχε πεθάνει δεκατρία περίπου χρόνια νωρίτερα (1613), αυτόματα αποκαλείται. Η άποψη όμως αυτή είναι κάπως αυθαίρετη, γιατί δεν στηρίζεται σε λεπτομερειακή συγκριτική εξέταση του Ερωτόκριτου με όλες τις Ιταλικές διασκευές της γαλλικής Paris et Vienne. Ύστερα από λεπτομερειακή συγκριτική εξέταση του Ερωτόκριτου με όλες της ιταλικές διασκευές της γαλλικής αυτής μυθιστορίας (έντυπες και χειρόγραφες), καθώς και με τη λατινική του Jean de Pins, όπως είχε προτείνει ο Ν. Μ. Παναγιωτάκης, ο υποφαινόμενος στη διδακτορική διατριβή του προσδιόρισε ότι ο Βιτσέντζος Κορνάρος γράφοντας τον Ερωτόκριτο είχε υπόψη του μια από τις εκδόσεις της έντυπης πεζής ιταλικής διασκευής, που τυπώθηκε από το 1543 και πέρα και όχι την έμμετρη διασκευή του Albani (1626). Έτσι αν η σχέση του έργου του Albani με τον Ερωτόκριτο αποτελείτο μοναδικό εμπόδιο για την ταύτιση του ποιητή Βιτσέντζου Κορνάρου του Ιακώβου, η έρευνα απέδειξε ότι το εμπόδιο τούτο μπορεί τώρα με βεβαιότητα να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει.

Πρότυπο και άλλες πηγές

Άμεσο πρότυπο του έργου είναι η γαλλική δημοφιλής μεσαιωνική μυθιστορία Paris et Vienne του Pierre de la Cyp?de, που τυπώθηκε το 1487 και γνώρισε μεγάλη διάδοση με μεταφράσεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Κορνάρος γνώρισε το γαλλικό έργο πιθανότατα από ιταλική μετάφραση, καθώς είναι απίθανο να γνώριζε γαλλικά. Δεν πρόκειται όμως για δουλική μίμηση αλλά δημιουργική διασκευή, στην οποία αναγνωρίζονται αρετές σε σχέση με το γαλλικό πρότυπο και τις άλλες διασκευές: η πλοκή είναι περισσότερο οργανωμένη, τα πρόσωπα λιγότερα, περιορίζονται κάποιες επαναλήψεις και επιπλέον υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων. Μέχρι το πρώτο μισό του έργου, ο Κορνάρος ακολουθεί την πλοκή του προτύπου του. Από το σημείο όμως της αποτυχημένης πρότασης γάμου προς τον Βασιλιά, τα δύο έργα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές. Στο Paris et Vienne οι δύο νέοι απάγονται και επιχειρούν να δραπετεύσουν, μετά όμως από λίγο καιρό η κοπέλα συλλαμβάνεται από ανθρώπους του πατέρα της ενώ ο Paris ταξιδεύει στην ανατολή. Η ευεργεσία του προς τον πατέρα της Vienne, που συντελεί στην επανασύνδεση του ζευγαριού, δεν είναι η σωτηρία του βασιλείου από εχθρούς, όπως στον Ερωτόκριτο, αλλά η απελευθέρωση του βασιλιά από την αιχμαλωσία, όταν εκείνος, επιχειρώντας να οργανώσει σταυροφορία, συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Αλεξάνδρεια. Το τέλος των δύο έργων είναι ανάλογο, με τον «άγνωστο» ευεργέτη να κάνει πρόταση γάμου στη Vienne και εκείνη να δέχεται μόνο μετά την αναγνώρισή του.

Εκτός από τη γαλλική μυθιστορία, εμφανής είναι και η επίδραση του Orlando Furioso του Αριόστο, στα σημεία με περισσότερο επικό χαρακτήρα.

Εκτός από τη δυτική επίδραση, ρόλο στη σύνθεση του Ερωτόκριτου έπαιξε και η ελληνική λογοτεχνική παράδοση, δημοτική (δημοτικά τραγούδια και παροιμίες) και έντεχνη (ΕρωφίληΑπόκοποςΠένθος θανάτου και άλλα δημώδη κείμενα).

Σε ότι αφορά την υπόθεση, η κριτική έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Κορνάρος δεν μιμήθηκε κάποια προγενέστερα έργα. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι δεν θα έπρεπε να είχε άμεση γνώση της αρχαίας γραμματείας, είτε της ελληνικής, είτε της λατινικής, αν εξαιρέσει κανείς ενδεχόμενες ιταλικές μεταφράσεις. Ωστόσο εικάζουμε ότι πρέπει να είχε γνώση της ιταλικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του τμήματός της που αποτελούσε μίμηση των παλαιότερων γαλλικών “ιπποτικών” ποιημάτων, ενώ όπως ήδη αναφέραμε, υπάρχουν χωρία όπου οι εικόνες και οι ιδέες που περιγράφονται εκεί φαίνεται να προέρχονται από ιταλικά έργα. Υπάρχουν επίσης σαφείς επιρροές και περιγραφές από το ενετικό περιβάλλον της εποχής και, οπωσδήποτε, ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ είναι ένα “ρομαντικό, ερωτικό, φραγκικό έπος”. Παράλληλα όμως θα συναντήσουμε πάμπολλα ελληνικά και βυζαντινά στοιχεία, ενώ υπάρχουν ομοιότητες με έργα όπως η “Ερωφίλη” και η “Θυσία του Αβραάμ”